Αξιολόγηση ουσιών

Τα κράτη μέλη αξιολογούν ουσίες που περιλαμβάνονται στο κοινοτικό κυλιόμενο πρόγραμμα δράσης (CoRAP) προκειμένου να διευκρινιστεί αν η χρήση τους ενέχει κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον. Σκοπός της αξιολόγησης αυτής είναι να ζητηθούν περαιτέρω πληροφορίες από τους καταχωρίζοντες της ουσίας ώστε να επαληθευτούν, εάν κρίνεται αναγκαίο, τα σημεία που προκαλούν ανησυχία.

Από την αξιολόγηση είναι πιθανό να συναχθεί εντέλει το συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι ελέγχονται επαρκώς από τα ήδη εφαρμοζόμενα μέτρα. Σε αντίθετη περίπτωση, η αξιολόγηση μπορεί να οδηγήσει στην πρόταση μέτρων διαχείρισης του κινδύνου σε επίπεδο ΕΕ, όπως περιορισμοί, χαρακτηρισμός των ουσιών ως ουσιών που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία ή άλλα μέτρα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού REACH, π.χ. εναρμονισμένη ταξινόμηση.

Σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, ο ECHA καθορίζει κριτήρια βάσει κινδύνου και στη συνέχεια επιλέγει τις ουσίες που πρέπει να υποβληθούν σε αξιολόγηση. Ο ECHA παραθέτει τον κατάλογο των επιλεγμένων ουσιών στο κοινοτικό κυλιόμενο πρόγραμμα δράσης (CoRAP) κατόπιν της γνωμοδότησης της επιτροπής των κρατών μελών. Για κάθε ουσία που περιλαμβάνεται στο τελικό CoRAP ορίζεται κράτος μέλος αξιολόγησης.

Ο αρχικός λόγος για την επιλογή της καταχώρισης μιας ουσίας στο CoRAP δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της αξιολόγησης. Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης, το κράτος μέλος μπορεί να εντοπίσει άλλα θέματα ανησυχίας που πρέπει να διευκρινιστούν προκειμένου να συναχθεί συμπέρασμα σχετικά με το αν η ουσία προκαλεί ανησυχία ή όχι. Ωστόσο, το κράτος μέλος μπορεί να εστιάσει την αξιολόγηση σε ορισμένες πτυχές της ουσίας.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολόγησης ουσιών αξιολογούνται όλοι οι φάκελοι καταχώρισης όλων των καταχωριζόντων που αφορούν συγκεκριμένα την ίδια ουσία ή την ίδια ομάδα ουσιών, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι συγκεντρωτικές ποσότητες παραγωγής και η συνολική έκθεση. Επιπλέον, εξετάζονται και άλλες διαθέσιμες πηγές πληροφοριών.

Το κράτος μέλος αξιολόγησης έχει στη διάθεσή του προθεσμία 12 μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης του  CoRAP (όσον αφορά τις ουσίες που καταχωρίστηκαν για το πρώτο έτος) για να αποφασίσει αν πρέπει να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από τους καταχωρίζοντες προκειμένου να διευκρινιστούν τα θέματα που προκαλούν ανησυχία. Συνήθως, το αίτημα αυτό αφορά πληροφορίες πέραν των τυπικών απαιτήσεων πληροφοριών του κανονισμού REACH (παραρτήματα VII έως X). Για παράδειγμα, είναι πιθανό οι καταχωρίζοντες να πρέπει να υποβάλουν μελέτες που αφορούν ειδικά τις ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής, πληροφορίες σχετικά με την επικινδυνότητα ανώτερης βαθμίδας ακόμη και αν όλοι οι καταχωρίζοντες έχουν πραγματοποιήσει την καταχώριση σε χαμηλότερες ποσότητες, ή την παρακολούθηση των επιπέδων συγκέντρωσης σε οργανισμούς ή στο περιβάλλον.

Όλα τα άλλα κράτη μέλη και ο ECHA πρέπει να συμμερίζονται την άποψη ότι απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία. Ο ECHA λαμβάνει ακολούθως την απόφαση να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες.