Ενδοκρινικοί διαταράκτες

 

Σε όλους τους οργανισμούς, οι ορμόνες συνδέουν το νευρικό σύστημα και τις σωματικές λειτουργίες όπως αύξηση και ανάπτυξη, ανοσία, μεταβολισμός, αναπαραγωγή και συμπεριφορά. Οι χημικές ουσίες που ονομάζονται «ενδοκρινικοί διαταράκτες» μπορούν να επηρεάσουν το ορμονικό σύστημα προκαλώντας επιβλαβείς επιπτώσεις στον άνθρωπο και στα ζώα.

Οι ουσίες που αλληλεπιδρούν με το ορμονικό σύστημα αλλά δεν προκαλούν επιβλαβείς επιπτώσεις ονομάζονται «ουσίες με ορμονική δράση» ή «ουσίες με ενδοκρινική δράση». Ωστόσο, ο διαχωρισμός μεταξύ της ενδοκρινικής δράσης και της ενδοκρινικής διαταραχής δεν είναι πάντα σαφής διότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η επίπτωση μπορεί να γίνει εμφανής μόνο εκ των υστέρων.

Υπάρχουν πολλές ουσίες, φυσικές και τεχνητές, που θεωρείται ότι προκαλούν ενδοκρινική διαταραχή. Μερικές φορές, οι επιπτώσεις μιας ουσίας που προκαλεί ενδοκρινική διαταραχή εμφανίζονται μόνο αφού περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από την έκθεση. Για παράδειγμα, η ενδομήτρια έκθεση ενός εμβρύου σε μια ουσία που προκαλεί ενδοκρινική διαταραχή μπορεί να οδηγήσει σε επιπτώσεις στην υγεία του ως ενηλίκου και πιθανώς και σε επόμενες γενεές.

Στα ζώα, επιπτώσεις που μπορεί να σχετίζονται με ενδοκρινική διαταραχή έχουν παρατηρηθεί σε μαλάκια, καρκινοειδή, ψάρια, ερπετά, πτηνά και θηλαστικά σε διάφορα μέρη του κόσμου. Σε ορισμένα ζωικά είδη, τα προβλήματα στην αναπαραγωγή προκάλεσαν μείωση των πληθυσμών τους.

Στον άνθρωπο, επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι ενδοκρινικοί διαταράκτες μπορεί να ευθύνονται για μεταβολές στην υγεία του ανθρώπου κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σε αυτές περιλαμβάνεται η μείωση του αριθμού των σπερματοζωαρίων, η αυξημένη επίπτωση δυσπλασιών των γεννητικών οργάνων σε άρρενα βρέφη, και η αύξηση ορισμένων μορφών καρκίνου με γνωστή ευαισθησία στις ορμόνες. Ακόμη πιο αμφιλεγόμενη είναι η άποψη που έχει διατυπωθεί περί συσχέτισης με προβλήματα στη νευρική ανάπτυξη και τη σεξουαλική συμπεριφορά.

Βάσει του κανονισμού REACH, οι ενδοκρινικοί διαταράκτες μπορούν να χαρακτηριστούν ουσίες που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία, μαζί με τα χημικά προϊόντα που είναι γνωστό ότι προκαλούν καρκίνο, μεταλλάξεις και τοξικότητα στην αναπαραγωγή. Στόχος είναι η μείωση της χρήσης τους και, τελικά, η αντικατάστασή τους με ασφαλέστερες εναλλακτικές.

Σύμφωνα με τον κανονισμό για τα βιοκτόνα, οι δραστικές ουσίες που θεωρείται ότι έχουν ιδιότητες ενδοκρινικού διαταράκτη δεν εγκρίνονται, παρά μόνο εάν ο κίνδυνος έκθεσης στη δραστική ουσία αποδεικνύεται αμελητέος ή υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η δραστική ουσία είναι απαραίτητη για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση σοβαρού κινδύνου για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων ή για το περιβάλλον.

Οδηγίες για τον προσδιορισμό ενδοκρινικών διαταρακτών

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από τον ECHA και την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) να αναπτύξουν, με την υποστήριξη του Κοινού Κέντρου Ερευνών (ΚΚΕρ), κοινό έγγραφο καθοδήγησης για την εφαρμογή κριτηρίων βάσει επικινδυνότητας για τον προσδιορισμό των ενδοκρινικών διαταρακτών στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 528/2012 για τα βιοκτόνα.

Το έγγραφο καθοδήγησης έχει δημοσιευθεί στο ενημερωτικό δελτίο της EFSA.