Ταξινόμηση ουσιών και μειγμάτων

Βασική αρχή του κανονισμού για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία (CLP) είναι η «αυτοταξινόμηση» μιας ουσίας ή μείγματος από τον παρασκευαστή, τον εισαγωγέα ή τον μεταγενέστερο χρήστη.

Η αυτοταξινόμηση συνίσταται στον προσδιορισμό της επικινδυνότητας της ουσίας ή του μείγματος και στη σύγκριση των πληροφοριών επικινδυνότητας με τα κριτήρια που καθορίζονται στον κανονισμό CLP. Η ταξινόμηση βασίζεται στις επικίνδυνες ιδιότητες μιας ουσίας ή μείγματος και όχι στην πιθανότητα έκθεσης στην ουσία ή σε κινδύνους.

Η αυτοταξινόμηση αποσκοπεί στον προσδιορισμό της φυσικής επικινδυνότητας, της επικινδυνότητας μιας χημικής ουσίας ή μείγματος για την υγεία και/ή της επικινδυνότητας για το περιβάλλον, καθώς και στη δέουσα κοινοποίησή της μέσω της κατάλληλης επισήμανσης στην αλυσίδα εφοδιασμού, εφόσον το προϊόν διατίθεται στην αγορά, ανεξαρτήτως της ποσότητας στην οποία παράγεται η ουσία ή το μείγμα.

Αυτοταξινόμηση

Βάσει του κανονισμού CLP, η αυτοταξινόμηση μιας ουσίας είναι υποχρεωτική όταν δεν υφίσταται εναρμονισμένη ταξινόμηση στο παράρτημα VI του κανονισμού CLP και όταν η ουσία παρουσιάζει επικίνδυνες ιδιότητες. Σε ό,τι αφορά ουσία που διαθέτει ήδη εναρμονισμένη ταξινόμηση (εγγραφή στο παράρτημα VI του κανονισμού CLP), η εναρμονισμένη ταξινόμηση επικινδυνότητας είναι νομικά δεσμευτική για τις τάξεις κινδύνου και τις διαφοροποιήσεις που καλύπτονται στην εγγραφή. Οι τάξεις κινδύνου και οι διαφοροποιήσεις που δεν καλύπτονται στη εγγραφή πρέπει να αξιολογούνται και να αυτοταξινομούνται, ανάλογα με την περίπτωση.

Ενδέχεται να υφίστανται ορισμένες εξαιρέσεις στην εναρμονισμένη ταξινόμηση, εφόσον αιτιολογούνται, π.χ. η ουσία διατίθεται στην αγορά σε διαφορετική φυσική κατάσταση ή μορφή ή υπάρχει σημείωση που σχετίζεται με την εγγραφή του παραρτήματος VI. Επιπλέον, ταξινόμηση η οποία αναφέρεται στο παράρτημα VI ως ελάχιστη ταξινόμηση θα πρέπει να αξιολογείται με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, ενώ, σε περίπτωση που υφίστανται δεδομένα τα οποία συνεπάγονται την ταξινόμηση της ουσίας σε κατηγορία αυστηρότερη από αυτήν της ελάχιστης ταξινόμησης, πρέπει να χρησιμοποιείται η αυστηρότερη κατηγορία.

Άλλες αβεβαιότητες σχετικά με την ερμηνεία -στο πλαίσιο του κανονισμού CLP- των διαφόρων ειδών επικινδυνότητας που περιλαμβάνονται στην οδηγία για τις επικίνδυνες ουσίες πρέπει να αξιολογούνται προσεκτικά. Σε κάθε περίπτωση, όταν πραγματοποιείται αυτοταξινόμηση μιας ουσίας (πέραν της εναρμονισμένης ταξινόμησής της στο παράρτημα VI του κανονισμού CLP), οι αποφάσεις πρέπει να αιτιολογούνται και να συμφωνούνται, ανάλογα με την περίπτωση, με τους άλλους παρασκευαστές, εισαγωγείς ή μεταγενέστερους χρήστες.

Όσον αφορά ουσία για την οποία δεν υφίσταται επί του παρόντος εγγραφή στο παράρτημα VI (δηλ. η ουσία δεν έχει εναρμονισμένη ταξινόμηση για όλες τις τάξεις κινδύνου), όλες οι συναφείς τάξεις κινδύνου πρέπει να αξιολογούνται από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, η δε αυτοταξινόμηση πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις τάξεις κινδύνου για τις οποίες πληρούνται τα κριτήρια ταξινόμησης.

Σε ό,τι αφορά τα μείγματα, η αυτοταξινόμηση πρέπει να πραγματοποιείται πάντα πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά, δεδομένου ότι δεν υπόκεινται σε εναρμονισμένη ταξινόμηση και επισήμανση.

Για την πραγματοποίηση αυτοταξινόμησης, ο ταξινομών πρέπει να συγκεντρώνει όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες και να αξιολογεί την επάρκεια και την αξιοπιστία τους. Στη συνέχεια, οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να αξιολογούνται με βάση τα κριτήρια ταξινόμησης και να αποφασίζεται η αντίστοιχη ταξινόμηση.

Για την ταξινόμηση των μειγμάτων ακολουθείται παρόμοια διαδικασία. Τα μείγματα μπορούν να ταξινομούνται με βάση τα δεδομένα που διατίθενται για το εκάστοτε μείγμα, τα δεδομένα για παρόμοια μείγματα που έχουν υποβληθεί σε δοκιμή, ή τα δεδομένα για τα επιμέρους συστατικά του μείγματος.

Οι παρασκευαστές, οι εισαγωγείς και οι μεταγενέστεροι χρήστες πρέπει να παρακολουθούν τις νέες επιστημονικές ή τεχνικές εξελίξεις και να αποφασίζουν σχετικά με το εάν πρέπει να διενεργείται επαναξιολόγηση της ουσίας ή του μείγματος που διαθέτουν στην αγορά.